- προμηνώ
- -άω, Νβλ. προμηνύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμηνώ — προμήνυσα, προαναγγέλλω, προειδοποιώ: Ο καιρός προμηνά καταιγίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηνύω — ΝΜΑ, και προμηνώ, άω, Ν [μηνύω] 1. προαναγγέλλω κάτι («ἄλλ oὖν προμηνύσῃς γε τοῡτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.) 2. φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῡτο προεμήνυσαν», ΠΔ) νεοελλ. (το μέσ. και παθ. στο τρίτο… … Dictionary of Greek
προμηνάω — (σπάν. προμηνώ) βλ. πίν. 177 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) και πρβλ. προμηνύω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής